- γριτζανίζω
- και κριτσανίζω1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριτσανίζω — βλ. γριτζανίζω … Dictionary of Greek